τουρκομαθής

τουρκομαθής
-ές, Ν
1. αυτός που γνωρίζει και μιλάει την τουρκική γλώσσα
2. ο γνώστης τής τουρκικής ιστορίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Τούρκος + -μαθής (< θ. μαθ- τού μανθάνω / μαθαίνω), πρβλ. αγγλο-μαθής. Η λ. μαρτυρείται από το 1845 στον Ι. Σκυλίσση].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τουρκομαθής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. αυτός που γνωρίζει την τουρκική γλώσσα: Τουρκομαθής Άγγλος. 2. αυτός που γνωρίζει την τουρκική πραγματικότητα: Ο πρεσβευτής μας στην Άγκυρα είναι τουρκομαθής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -μαθής — (AM μαθής) β συνθετικό λόγιας προέλευσης επιθέτων < αρχ. μαθής < μάθος < μανθάνω*, που σημαίνουν τον γνώστη, αυτόν που έχει μάθει και γνωρίζει κάτι.Παραδείγματα σύνθ. σε μαθής: αμαθής, αρτιμαθής, αυτομαθής, δυσμαθής, ευμαθής, ημιμαθής,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”